Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Bulla
01
φουσκάλα (παθολογία) μια ανύψωση του δέρματος γεμάτη με ορρό υγρό
(pathology) an elevation of the skin filled with serous fluid
02
η βούλα, η μολυβένια σφραγίδα
the round leaden seal affixed to a papal bull



























