LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Bulblet
/bˈʌlblət/
/bˈʌlblət/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "bulblet"
Bulblet
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
small bulb or bulb-shaped growth arising from the leaf axil or in the place of flowers
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
bulbil
bulbed
bulbar conjunctiva
bulbar
bulbaceous
bulblike
bulbous
bulbul
bulgaria
bulgarian
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App