Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
built-in
01
ενσωματωμένο, ενσωματωμένος
(of a place or piece of equipment) connected to something in a way that is not separable
Παραδείγματα
The laptop has a built-in camera for video calls.
Το laptop διαθέτει ενσωματωμένη κάμερα για βιντεοκλήσεις.
This phone features a built-in fingerprint scanner for security.
Αυτό το τηλέφωνο διαθέτει ενσωματωμένο σαρωτή δακτυλικών αποτυπωμάτων για ασφάλεια.
02
ενσωματωμένο, έμφυτο
inherently part of something, forming an essential or integral aspect
Παραδείγματα
His leadership skills seem built-in, as if they were part of his nature.
Οι δεξιότητες ηγεσίας του φαίνονται ενσωματωμένες, σαν να ήταν μέρος της φύσης του.
The car 's built-in stability system ensures a smooth ride.
Το ενσωματωμένο σύστημα σταθερότητας του αυτοκινήτου εξασφαλίζει μια ομαλή βόλτα.



























