LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Bucked up
/bˈʌkt ˈʌp/
/bˈʌkt ˈʌp/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "bucked up"
bucked up
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
inspired with confidence
word family
bucked up
bucked up
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
buckboard
buckbean family
buckbean
buckaroo
buck-toothed
buckeroo
bucket
bucket along
bucket hat
bucket list
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App