Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Brigand
01
ληστής, κακοποιός
an outlaw, typically operating in a group and using violence or stealth to steal
Παραδείγματα
The forest was infested with brigands preying on travelers.
Το δάσος ήταν γεμάτο ληστές που λυμαίνονταν τους ταξιδιώτες.
Brigands ambushed the caravan at dawn.
Ληστές έστησαν ενέδρα στη καραβάνη την αυγή.



























