Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Bribery
01
δωροδοκία, διαφθορά
the act of offering money to an authority to gain advantage
Παραδείγματα
The politician was accused of bribery after it was revealed that he accepted money to influence his decisions.
Ο πολιτικός κατηγορήθηκε για δωροδοκία αφού αποκαλύφθηκε ότι δέχτηκε χρήματα για να επηρεάσει τις αποφάσεις του.
Bribery is a serious crime that undermines the fairness of government systems and businesses.
Η δωροδοκία είναι ένα σοβαρό έγκλημα που υπονομεύει τη δικαιοσύνη των κυβερνητικών συστημάτων και των επιχειρήσεων.
Λεξικό Δέντρο
bribery
bribe



























