LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Brecciate
/bɹˈɛksɪˌeɪt/
/bɹˈɛksɪˌeɪt/
Verb (2)
Ορισμός και Σημασία του "brecciate"
to brecciate
ΡΉΜΑ
01
break into breccia
02
form into breccia
word family
brecciate
brecciate
Verb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
breccia
breathtakingly
breathtaking
breathlessness
breathlessly
brecht
brechtian technique
brecknock hill cheviot
breech
breech birth
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App