Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Breathlessness
01
ασθμαίνω, δυσπνοία
a condition that makes one breath too fast or with difficulty
Λεξικό Δέντρο
breathlessness
breathless
breath
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ασθμαίνω, δυσπνοία
Λεξικό Δέντρο