LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Breathe in
/bɹˈiːð ˈɪn/
/bɹˈiːð ˈɪn/
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "breathe in"
to breathe in
ΡΉΜΑ
01
draw in (air)
exhale
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
breathe down neck
breathe a word about
breathe a sigh of relief
breathe
breathalyzer
breathe new life into
breathe out
breathed
breather
breathing
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App