Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Breaking
01
θραύση, σπάσιμο
the act of something being damaged, shattered, or separated into parts, often suddenly or unexpectedly
Παραδείγματα
Frequent breaking of equipment results in costly repairs.
Η συχνή θραύση του εξοπλισμού έχει ως αποτέλεσμα δαπανηρές επισκευές.
The sudden machine-breaking in the factory disrupted the entire workflow.
Το ξαφνικό σπάσιμο του μηχανήματος στο εργοστάσιο διέκοψε ολόκληρη τη ροή εργασίας.
Λεξικό Δέντρο
breaking
break



























