Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to break apart
01
θρυμματίζομαι, διαχωρίζομαι
to fall into pieces or separate
Παραδείγματα
The old bridge started to break apart because of the weather.
Η παλιά γέφυρα άρχισε να καταρρέει λόγω του καιρού.
She watched the cookie break apart when she dropped it.
Παρακολούθησε το μπισκότο να σπάει όταν το έριξε.
02
θρυμματίζω, σπάω
break violently or noisily; smash
03
αποσυναρμολογώ, διαλύω
take apart into its constituent pieces



























