Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
differing
01
διαφορετικός, αποκλίνων
showing differences in comparison
Παραδείγματα
The two reports contained differing opinions.
Οι δύο αναφορές περιείχαν διαφορετικές απόψεις.
The artists had differing styles of painting.
Οι καλλιτέχνες είχαν διαφορετικά στυλ ζωγραφικής.



























