Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Youth group
01
ομάδα νέων, οργάνωση νέων
an organization or gathering for young people, usually focused on social activities, learning, and personal growth
Παραδείγματα
Youth groups often provide a safe place for young people to talk and learn.
Οι ομάδες νέων συχνά παρέχουν ένα ασφαλές μέρος για τους νέους να μιλούν και να μαθαίνουν.
He joined a youth group to make new friends.
Έγινε μέλος μιας ομάδας νέων για να κάνει νέους φίλους.



























