Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Living soul
01
ζωντανή ψυχή, ζωντανό ον
a human being or creature that possesses life and consciousness
Παραδείγματα
He was the last living soul to leave the building.
Ήταν η τελευταία ζωντανή ψυχή που έφυγε από το κτίριο.
The village had not a single living soul left after the storm.
Το χωριό δεν είχε ούτε μια ζωντανή ψυχή μετά τη θύελλα.



























