Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Horse's ass
01
κεφάλι γαϊδάρου, πείσμων
a person who is foolish, stubborn, or behaving in a ridiculous or irritating manner
Παραδείγματα
Stop acting like such a horse's ass and listen to what I'm saying.
Σταμάτα να συμπεριφέρεσαι σαν γάιδαρος και άκου τι λέω.
He made a horse's ass of himself by insulting everyone at the party.
Έκανε τον εαυτό του γάιδαρο προσβάλλοντας όλους στο πάρτι.



























