Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to moded
01
να βρεθείς σε μια ντροπιαστική κατάσταση, ειδικά λόγω χειραγώγησης ή εξαπάτησης
to be put in an embarrassing situation, especially due to being manipulated or tricked
Παραδείγματα
He really got moded when he accidentally sent that embarrassing email to the whole company.
Πραγματικά moded όταν κατά λάθος έστειλε αυτό το ενοχλητικό email σε όλη την εταιρεία.
She was moded at the party after she tripped in front of everyone.
Την ντροπίασαν στο πάρτι αφού σκόνταψε μπροστά σε όλους.



























