Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Hooptie
01
σαράβαλο, σκουπίδι
a rundown, old, or poorly maintained car
Παραδείγματα
He pulled up in a busted hooptie with a missing headlight.
Έφτασε με ένα αυτοκίνητο σε κακή κατάσταση που του έλειπε ένα προβολέα.
My first car was a total hooptie, but it got me where I needed to go.
Το πρώτο μου αυτοκίνητο ήταν ένα παλιοκαρότσι, αλλά με πήγε εκεί που έπρεπε.



























