Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Ditz
01
χαζός, αέρας στο κεφάλι
a silly, scatterbrained, or unintelligent person, often used in a lighthearted or teasing manner
Παραδείγματα
She 's such a ditz; she forgot her keys again.
Είναι τόσο χαζούλα; ξέχασε πάλι τα κλειδιά της.
Stop being a ditz and pay attention to what's happening.
Σταμάτα να είσαι αφηρημένος και πρόσεξε τι συμβαίνει.



























