Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
bummed
01
απογοητευμένος, θλιμμένος
disappointed, upset, or downhearted about something
Παραδείγματα
I was really bummed when the concert got canceled.
Ήμουν πραγματικά απογοητευμένος όταν ακυρώθηκε η συναυλία.
She seemed pretty bummed about not getting the job.
Φαινόταν αρκετά συναισθηματικά ταραγμένη που δεν πήρε τη δουλειά.



























