Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Silly Billy
01
ανόητος Μπίλι, αστείος
used to playfully call someone who is acting foolish or silly, often in an affectionate or teasing manner
Παραδείγματα
Oh, you forgot your keys again, silly Billy!
Ω, ξέχασες πάλι τα κλειδιά σου, ανόητε Billy!
Come on, silly Billy, stop making that funny face!
Έλα, silly Billy, σταμάτα να κάνεις αυτό το αστείο πρόσωπο!



























