Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Local yokel
01
χωριάτης, αγροίκος
a person from a rural or small town, often used in a slightly mocking or humorous way
Παραδείγματα
They thought I was just a local yokel, but I knew exactly what I was doing.
Νόμιζαν ότι ήμουν απλώς ένας τοπικός χωριάτης, αλλά ήξερα ακριβώς τι έκανα.
The city folk were so surprised by the local yokels and their down-to-earth attitude.
Οι αστοί ήταν τόσο έκπληκτοι από τους τοπικούς χωριάτες και την απλή τους στάση.



























