Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
locally
01
τοπικά, στην περιοχή
in a way that relates to a specific location or nearby area
Παραδείγματα
The farmers ' market features produce sourced locally from nearby farms.
Η αγορά των αγροτών παρουσιάζει προϊόντα που προέρχονται τοπικά από κοντινά αγροκτήματα.
The news segment highlighted issues that impact residents locally.
Το τμήμα των ειδήσεων τόνισε ζητήματα που επηρεάζουν τους κατοίκους τοπικά.
02
τοπικά
to a restricted area of the body
Λεξικό Δέντρο
locally
local
loc



























