Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Kissie
01
φιλάκι, τρυφερό φιλί
used to refer to a small or affectionate kiss, often in a playful or childlike manner
Παραδείγματα
She gave her teddy bear a gentle kissie before going to bed.
Έδωσε ένα τρυφερό φιλάκι στο αρκουδάκι της πριν πάει για ύπνο.
He puckered up and blew her a sweet kissie from across the room.
Στύλωσε τα χείλη του και της έστειλε ένα γλυκό φιλάκι από την άλλη πλευρά του δωματίου.



























