Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Blankey
01
κουβερτάκι, πάπλωμα
used to refer to a blanket, especially in a childish or affectionate manner
Παραδείγματα
The toddler would n’t go to sleep without his favorite blankey.
Το μικρό παιδί δεν θα πήγαινε για ύπνο χωρίς το αγαπημένο του παπλωματάκι.
She wrapped herself in a warm blankey to keep cozy during the storm.
Τυλίχτηκε σε μια ζεστή κουβέρτα για να μείνει ζεστή κατά τη διάρκεια της καταιγίδας.



























