Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
frou-frou
01
υπερβολικά περίτεχνο ή διακοσμητικό, φανταχτερό
overly elaborate or decorative, often in fashion or décor
Παραδείγματα
The dress was covered in lace and ribbons, way too frou-frou for my taste.
Το φόρεμα ήταν καλυμμένο με δαντέλα και κορδέλες, πολύ frou-frou για τα γούστα μου.
She loves frou-frou decorations, with bows and glitter everywhere.
Αγαπά τις πολύ διακοσμητικές διακοσμήσεις, με φιόγκους και γκλίτερ παντού.



























