Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Team player
01
ομαδικός παίκτης, συναθλητής
a person who works well with others and prioritizes group goals over individual success
Παραδείγματα
She is known as a team player who supports her colleagues.
Είναι γνωστή ως ομαδικός παίκτης που υποστηρίζει τους συναδέλφους της.
He ’s not just skilled; he ’s also a great team player.
Δεν είναι απλώς επιδέξιος· είναι επίσης ένας εξαιρετικός ομαδικός παίκτης.



























