Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Teahouse
01
σαλόνι τσαγιού, σπίτι τσαγιού
a place where tea is served, often accompanied by snacks or light meals
Παραδείγματα
They enjoyed a quiet afternoon at the teahouse.
Απόλαυσαν ένα ήσυχο απόγευμα στο σαλόνι τσαγιού.
She visited a teahouse famous for its Japanese matcha ceremony.
Επισκέφτηκε ένα σπιτάκι τσαγιού διάσημο για την ιαπωνική τελετή matcha.
Λεξικό Δέντρο
teahouse
tea
house



























