Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Eco-warrior
01
οικο-πολεμιστής, περιβαλλοντικός ακτιβιστής
a person who actively campaigns for the protection of the environment, often through protests, activism, or lifestyle changes
Παραδείγματα
The eco-warrior organized a march to raise awareness about climate change.
Ο οικο-πολεμιστής οργάνωσε μια πορεία για την ευαισθητοποίηση σχετικά με την κλιματική αλλαγή.
She became an eco-warrior after learning about deforestation.
Έγινε μια οικο-πολεμίστρια αφού έμαθε για την αποψίλωση των δασών.



























