LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Weigh out
/wˈeɪ ˈaʊt/
/wˈeɪ ˈaʊt/
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "weigh out"
to weigh out
ΡΉΜΑ
01
to measure and separate a specific amount of something by weight from a larger quantity
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
weigh on
weigh in
weigh down
weigh anchor
weigh a ton
weigh station
weigh the anchor
weigh up
weigh words
weighbridge
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App