Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Renewable energy
01
ανανεώσιμη ενέργεια, βιώσιμη ενέργεια
a type of energy derived from natural sources that can be replenished, such as sunlight, wind, and water
Παραδείγματα
Solar panels are a popular way to harness renewable energy.
Τα ηλιακά πάνελ είναι ένας δημοφιλής τρόπος αξιοποίησης της ανανεώσιμης ενέργειας.
The government is investing heavily in renewable energy projects.
Η κυβέρνηση επενδύει σε μεγάλο βαθμό σε έργα ανανεώσιμης ενέργειας.



























