Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
non-refundable
01
μη επιστρεπτέα, χωρίς δυνατότητα επιστροφής χρημάτων
not allowed to be returned or get your money back after payment
Παραδείγματα
The ticket was non-refundable, so she lost her money.
Το εισιτήριο ήταν μη επιστρέψιμο, οπότε έχασε τα χρήματά της.
Many sales items are marked as non-refundable.
Πολλά προϊόντα έκπτωσης σημειώνονται ως μη επιστρεπτέα.



























