Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
gluten-free
01
χωρίς γλουτένη
not having gluten, a protein in wheat, barley, and rye
Παραδείγματα
She eats gluten-free bread because she ’s allergic to gluten.
Τρώει ψωμί χωρίς γλουτένη επειδή είναι αλλεργική στη γλουτένη.
The bakery sells gluten-free cakes for people with special diets.
Το φούρνο πουλά χωρίς γλουτένη κέικ για άτομα με ειδικές διατροφές.



























