Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
two-tier
01
διπλό, δυαδικό
(of systems, structures, or arrangements) divided into two distinct parts or groups
Παραδείγματα
The company has a two-tier pricing system for its products.
Η εταιρεία έχει ένα διπλό σύστημα τιμολόγησης για τα προϊόντα της.
Their two-tier membership gives access to different benefits at each level.
Η διπλού επιπέδου συμμετοχή τους παρέχει πρόσβαση σε διαφορετικά οφέλη σε κάθε επίπεδο.



























