Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
so as
01
ώστε, για
for the purpose of doing something
Παραδείγματα
She walked slowly so as not to tire herself out.
Περπατούσε αργά ώστε να μην κουραστεί.
He turned off the lights so as to save electricity.
Έσβησε τα φώτα για να εξοικονομήσει ηλεκτρισμό.



























