LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Short term
/ʃˈɔːt tˈɜːm/
/ʃˈɔːɹt tˈɜːm/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "short term"
Short term
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a period of time that is close to the present or near future
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
short temper
short suit
short subject
short story
short sleeve
short ton
short wave
short whist
short's aster
short-beaked
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App