LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
In half
/ɪn hˈɑːf/
/ɪn hˈæf/
Adverb (1)
Ορισμός και Σημασία του "in half"
in half
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
into two equal parts or portions
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
in good working order
in good time
in good taste
in good spirits
in good hands
in hand
in hands
in harmony with
in harness
in haste
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App