Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Open space
01
ανοιχτός χώρος, ελεύθερος χώρος
an area that is free from buildings or other obstructions, often used for outdoor activities
Παραδείγματα
The park is a large open space where families can picnic and play games.
Το πάρκο είναι ένας μεγάλος ανοιχτός χώρος όπου οι οικογένειες μπορούν να κάνουν πικνίκ και να παίζουν παιχνίδια.
They love hiking in open spaces, away from the crowded city.
Αγαπούν τις πεζοπορίες σε ανοιχτούς χώρους, μακριά από την πολυσύχναστη πόλη.



























