Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Postwoman
01
ταχυδρόμος, γυναίκα ταχυδρόμος
a woman who delivers mail and packages as part of the postal service
Παραδείγματα
I saw the postwoman on her usual route through the town.
Είδα την ταχυδρόμο στη συνηθισμένη διαδρομή της μέσα από την πόλη.
The postwoman dropped off a package at my door.
Η ταχυδρόμος άφησε ένα δέμα στην πόρτα μου.
Λεξικό Δέντρο
postwoman
woman



























