In power
volume
British pronunciation/ɪn pˈaʊə/
American pronunciation/ɪn pˈaʊɚ/

Ορισμός και Σημασία του "in power"

01

having control, authority, or influence over a group, organization, or country

download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store