Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
at first
01
αρχικά, στην αρχή
in the beginning of a situation or stage
Παραδείγματα
At first, the new job seemed challenging, but she quickly adapted.
Στην αρχή, η νέα δουλειά φαινόταν δύσκολη, αλλά προσαρμόστηκε γρήγορα.
The team struggled with the new software at first, but they soon became proficient.
Η ομάδα δυσκολεύτηκε με το νέο λογισμικό στην αρχή, αλλά σύντομα έγινε επιδέξια.



























