Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to run off with
[phrase form: run]
01
το σκάω με, κλέβω και φεύγω
to steal something and leave quickly
Παραδείγματα
The thief ran off with the jewelry before anyone noticed.
Ο κλέφτης έφυγε με τα κοσμήματα πριν το παρατηρήσει κανείς.
The dog ran off with my shoe while I was n’t looking.
Ο σκύλος έφυγε με το παπούτσι μου ενώ δεν κοιτούσα.



























