Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to come up against
[phrase form: come]
01
αντιμετωπίζω, συναντώ
to face a difficult situation, obstacle, or opponent
Παραδείγματα
During the negotiations, they came up against several unexpected challenges.
Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, αντιμετώπισαν αρκετές απροσδόκητες προκλήσεις.
The team came up against a formidable opponent in the finals.
Η ομάδα αντιμετώπισε έναν τρομερό αντίπαλο στον τελικό.



























