Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to short out
[phrase form: short]
01
προκαλώ βραχυκύκλωμα, εξοντώνω
to cause an electrical circuit to fail by creating a short circuit
Παραδείγματα
The old wiring caused the lights to short out during the storm.
Η παλιά καλωδίωση προκάλεσε τα φώτα να βραχυκυκλώσουν κατά τη διάρκεια της καταιγίδας.
Be careful not to spill water on the device, or it might short out.
Προσέξτε να μην χύσετε νερό στη συσκευή, διαφορετικά μπορεί να βραχυκυκλώσει.



























