Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
compound locomotive
/kˈɑːmpaʊnd lˌoʊkəmˈoʊɾɪv/
/kˈɒmpaʊnd lˌəʊkəmˈəʊtɪv/
Compound locomotive
01
σύνθετη ατμομηχανή, ατμομηχανή σύνθετης λειτουργίας
a type of steam engine where steam is used in two or more stages for improved efficiency and power output
Παραδείγματα
Compound locomotives were developed to improve efficiency by using steam more effectively across different pressure stages.
Οι σύνθετες ατμομηχανές αναπτύχθηκαν για να βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα χρησιμοποιώντας ατμό πιο αποτελεσματικά σε διαφορετικά στάδια πίεσης.
The compound locomotive's design allowed for greater power output without significantly increasing fuel consumption.
Ο σχεδιασμός της σύνθετης ατμομηχανής επέτρεπε μεγαλύτερη ισχύ εξόδου χωρίς σημαντική αύξηση της κατανάλωσης καυσίμου.



























