Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to pedestrianize
01
πεζοδρομώ, μετατρέπω σε περιοχή μόνο για πεζούς
to convert an area into one where only pedestrians are allowed, typically by closing it to vehicles
Παραδείγματα
Many cities around the world have pedestrianized their downtown areas to reduce traffic congestion and promote walking.
Πολλές πόλεις σε όλο τον κόσμο έχουν πεζοδρομήσει τις κεντρικές τους περιοχές για να μειώσουν την κυκλοφοριακή συμφόρηση και να προωθήσουν το περπάτημα.
The city council decided last year to pedestrianize the main street to make it safer for shoppers and tourists.
Το δημοτικό συμβούλιο αποφάσισε πέρυσι να πεζοδρομήσει την κύρια οδό για να την κάνει πιο ασφαλή για τους πελάτες και τους τουρίστες.
Λεξικό Δέντρο
pedestrianize
pedestrian



























