Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
pediatrician
/pˌiːdɪɐtɹˈɪʃən/
Pediatrician
01
παιδίατρος, γιατρός των παιδιών
a doctor who specializes in the treatment of children
Παραδείγματα
She took her baby to the pediatrician for routine check-ups and vaccinations.
Πήγε το μωρό της στον παιδίατρο για τυχόν εξετάσεις και εμβολιασμούς.
The pediatrician diagnosed the child with a common cold and recommended rest and fluids.
Ο παιδίατρος διέγνωσε στο παιδί ένα κοινό κρυολόγημα και συνέστησε ξεκούραση και υγρά.



























