Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Through traffic
01
διέλευση κυκλοφορίας, διαβατική κυκλοφορία
the movement of vehicles passing through a particular area without stopping or originating from there
Παραδείγματα
Through traffic on this highway often causes delays during rush hour.
Η διερχόμενη κυκλοφορία σε αυτήν την εθνική οδό συχνά προκαλεί καθυστερήσεις κατά τις ώρες αιχμής.
The town council implemented measures to reduce through traffic on residential streets.
Το δημοτικό συμβούλιο εφάρμοσε μέτρα για τη μείωση της διερχόμενης κυκλοφορίας σε οικιστικούς δρόμους.



























