Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Front seat
01
μπροστινό κάθισμα, θέση μπροστά
the seat in a car that is next to the driver
Παραδείγματα
Sarah sat in the front seat while her dad drove the car.
Η Σάρα κάθισε στο μπροστινό κάθισμα ενώ ο πατέρας της οδηγούσε το αυτοκίνητο.
Tom prefers the front seat because he gets less car sick there.
Ο Τομ προτιμάει το μπροστινό κάθισμα γιατί νιώθει λιγότερο αηδία από το αυτοκίνητο εκεί.



























