Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Microvan
01
μικροβαν, μίνιβαν
a small-sized van typically used for transporting passengers or goods over short distances
Παραδείγματα
The company purchased a microvan to facilitate quick deliveries within the city.
Η εταιρεία αγόρασε ένα μικροβαν για να διευκολύνει τις γρήγορες παραδόσεις εντός της πόλης.
They loaded up the microvan with camping gear for their weekend trip.
Φόρτωσαν το μικροβαν με κατασκηνωτικό εξοπλισμό για το ταξίδι τους το σαββατοκύριακο.
Λεξικό Δέντρο
microvan
van



























