Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Bramble
01
βάτος, αγκαθωτός θάμνος
a thorny shrub of the rose family on which blackberries grow
Παραδείγματα
I love picking fresh blackberries from the bramble near my house.
Λατρεύω να μαζεύω φρέσκα βατόμουρα από τον βατόμουρο θάμνο κοντά στο σπίτι μου.
The bramble bushes along the hiking trail were filled with ripe dewberries.
Οι βατομουριές κατά μήκος του μονοπατιού πεζοπορίας ήταν γεμάτες με ώριμες μούρες.
Λεξικό Δέντρο
brambly
bramble



























